- μεταπαυσωλή
- μετα-παυσωλή: pause between, rest, respite, Il. 19.201†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταπαυσωλή — μεταπαυσωλή, ἡ (Α) παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παυσωλή «ανάπαυση»] … Dictionary of Greek
μεταπαυσωλή — rest between whiles fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)